λευκός

λευκός
λευκός, ή, όν,
A light, bright, clear (opp. μέλας in all senses),

αἴγλη Od. 6.45

; λευκὸν (v.l. λαμπρόν)

. . ἠέλιος ὥς Il.14.185

;

λ. φάος S.Aj.708

(lyr.), cf. infr. 11.3;

αἰθήρ E.Andr.1228

(anap.); of metallic surfaces,

λέβης Il.23.268

; λ. γαλήνη a glassy calm, Od.10.94; of water, clear, limpid, Il.23.282, Od.5.70, A.Supp.23 (anap.);

λ. νᾶμα E.HF573

; -

ότατος ποταμῶν Call.Jov.19

.
2 metaph., clear, distinct, of the voice, Arist.Top.106a25, S.E.M.6.41: in literary sense, clear,

λ. στίχος AP11.347

(Phil.): prov., λευκὸς Ἑρμῆς, when a rogue was detected, Macar. 5.53
. Adv. -κῶς, πάντα φαίνειν, of Hermes, Corn.ND16: [comp] Comp. -ότερον

, διαλεχθῆναι Hld.7.20

.
II of colour, white, freq. in Hom., varying from the pure white of snow ([

ἵπποι] -ότεροι χιόνος Il.10.437

) to the grey of dust (

λευκοὶ ἐγένοντο κονισάλῳ 5.503

);

γάλα λ. 4.434

;

κρῖ 5.196

;

ἄλφιτα 18.560

;

ἡνία λεύκ' ἐλέφαντι 5.583

;

ὀδόντες 10.263

;

ὀστέα 16.347

;

ἱστία 1.480

;

φᾶρος 18.353

, etc.; λ. ἅρμα, = λεύκιππον, E.Ph.172; of the white horses used by tyrants,

λ. ζεῦγος D. 21.158

, cf. λεύκιππος; λ. λίθος marble, OGI219.36 (Sigeum, iii B.C.), etc., cf. λευκόλιθος; λευκῷ<ν>λίθῳ λ. στάθμη a white line on a white stone, prov. of explanations which do not explain, S.Fr.330; ἡ λ. ῥίζα white root (=
ἡ τοῦ δρακοντίου, acc. to Gal.19.118), Hp.Morb.2.48, Nat.Mul.32; freq. of white or grey hair,

λ. κάρη Tyrt.10.23

;

θρίξ S.Ant.1092

;

λ. γῆρας Id.Aj.625

(lyr.);

λευκὰ γήρᾳ σώματα E.HF 909

, etc.
b of the human skin, white, fair, sts. as a sign of youth and beauty, χρώς, πήχεε, Il.11.573, Od.23.240; λ. παρειά, παρηΐς, S.Ant.1239, E.Med.923; σάρξ, δέρη, ib.1189 (v.l.), IA875 (troch.); freq. with the notion of bare, κῶλον, πούς, Id.Ba.665, 863 (lyr.), Ion 221 (lyr.); cf. λευκόπους.
c of persons, white-skinned, Pl.R.474e: hence, weakly, womanish, Ar.Th.191, Ec.428, X.HG3.4.19;

λευκῶν ἀνδρῶν οὐδὲν ὄφελος Macar.5.55

; cf. λευκόπρωκτος, λευκόχρως.
d λευκαὶ φρένες in Pi.P.4.109 is expld. by Hsch. μαινόμεναι, frantic, passionate (cf. λευκῶν πραπίδων· κακῶν φρενῶν, Id.).
2 λ. χρυσός, pale gold, i.e. gold alloyed with silver (prob. the same as ἤλεκτρον), opp. ἄπεφθος χρυσός, Hdt.1.50.
3 metaph., bright, fortunate, happy,

λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου A.Pers.301

, cf. Ag.668; a joyful day or holiday, Call.Aet.1.1.2; λ. ἡμέρα a happy day, S.Fr.6, cf. Sch.Call.Iamb.in PSI9.1094.39; variously expld. in Phylarch. 83
J., Plu.Per.27; ἡ λ. ψῆφος the vote of acquittal, Luc.Harm.3, cf. Hsch.
III λεύκη, , leuko/n, τό, as Subst., v. sub vocc. (Cogn. with Lat. lux, etc.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λευκός — light masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λεῦκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεῦκος — a fish masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • λεύκος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * (I) λεῡκος, ὁ (Α) [λευκός] ονομασία ψαριού («ἱερὸν ἰχθύν, ὃν λεῡκον καλέουσι», Θεόκρ.). (II) λεῡκος, ὁ (Μ) η λεύκα.… …   Dictionary of Greek

  • Λεύκος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * Λεῡκος, ὁ (Α) θεότητα στη Μίλητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκός, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. φαιδρά > Φαίδρα, γλαυκός >… …   Dictionary of Greek

  • Λευκός Οίκος — (White House). Συμβατική ονομασία της επίσημης κατοικίας του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1792 και 1800 στη σημερινή λεωφόρο Πενσιλβάνια 1600 της πρωτεύουσας της χώρας Ουάσινγκτον. Τα σχέδια εκπόνησε ο ιρλανδικής καταγωγής… …   Dictionary of Greek

  • λευκός, -ή — ό 1. άσπρος: Η νύφη φορούσε ένα λευκό και μακρύ φόρεμα. 2. μτφ., αγνός, καθαρός: Τον απέλυσαν μόλις έμαθαν ότι δεν είχε λευκό ποινικό μητρώο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λευκὸς κορώνας. — См. Редкая птица …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λευκός Νείλος — Βλ. λ. Νείλος …   Dictionary of Greek

  • Λευκός Πύργος — Βλ. λ. Θεσσαλονίκη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”